- ἀναφερομένου
- ἀναφέρωbringpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθλιος — α, ο (AM ἄθλιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος, δυστυχισμένος (με ή χωρίς ηθική σημ.) 2. αισχρός, ελεεινός, φαύλος αρχ. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄθλιος < ἀέθλιος, με συναίρεση < ἄεθλον + ιος αντίθετα… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek